μοροβασιά

μοροβασιά
μοροβασιά, ἡ (Μ)
βλ. μονοβασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μονοβασία — η (Μ μονοβασία και μονοβασιά και μονεμβασία και μοροβασία) κρασί μαύρο, γλυκό και αρωματικό που φτειάχνεται στη Μονεμβασιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το τοπωνύμιο Μονοβασιά, τ. τής ονομασίας τής πόλης Μονεμβασίας] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”